- διαθλαστός
- -ή, -ό1. αυτός που είναι ικανός να διαθλάται ή υπόκειται σε διάθλαση2. το ουδ. ως ουσ. το διαθλαστόνη διαθλαστικότητα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < διαθλώ Ι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.